ραδίκι

ραδίκι
Κοινή ονομασία αρκετών ποικιλιών φυτών του γένους κιχώριο (τσικούρι) της οικογένειας των συνθέτων. Κυρίως όμως ρ. ονομάζεται το κιχώριο το ίντυβο, το γνωστό άγριο Ρ., κοινό σε όλη την Ελλάδα· έχει ρίζα κυλινδρική και φύλλα επιμήκη, λογχοειδή πτεροσχιδή ή ακέραια. Το άγριο ρ. ανθίζει από το θέρος έως το φθινόπωρο· τα άνθη είναι κυανά, σπάνια λευκά, διατεταγμένα σε κεφάλια μονήρη ή ανά 1-5, στη μασχάλη των φύλλων ή στην κορυφή των βλαστών, γλωσσοειδή και με ακτινοειδή διάταξη. Οι καρποί είναι αχαίνια. Με τις διασταυρώσεις, την επιλογή και την καλλιέργεια, έχουν παραχθεί πολυάριθμες λαχανοκομικές ποικιλίες ρ. Μερικές αποκτούν ρίζες εξαιρετικά επιμήκεις και σαρκώδεις, που τρώγονται βραστές, ενώ άλλες παράγουν μεγάλα εδώδιμα φύλλα. Από μια πρόσφατη ποικιλία, γνωστή στο εμπόριο με το όνομα Witloof ή ρ. των Βρυξελών, χρησιμοποιούν είτε τις παχιές ρίζες είτε τις επιμήκεις και σφιχτές καρδιές από τρυφερά φύλλα. Υπάρχουν και ρ. με κόκκινα ή ποικιλόχρωμα φύλλα, που επιτυγχάνονται με διάφορους τρόπους. Με το όνομα ρ. το ασπαραγγοειδές, διακρίνεται μια ποικιλία με στενά και επιμήκη φύλλα, που σχηματίζουν πυκνή τούφα. Καλλιεργούνται επίσης ειδικές ποικιλίες, για να δώσουν υπερτροφικές ρίζες, οι οποίες φρυγόμενες μετατρέπονται με άλεσμα σε σκόνη και χρησιμεύουν στην παρασκευή ενός υποκατάστατου του καφέ, που είναι γνωστό με τα ονόματα καφές του κιχώριου ή ολλανδέζικος καφές. Πολλά φυτά, γνωστά ως άγρια Ρ., φυτρώνουν και στην Ελλάδα. Ένα απ’ αυτά, που η επιστημονική του ονομασία είναι θριγκία η κονδυλώδης και ανήκει στην οικογένεια των Συνθέτων, είναι πολυετής πόα, με καρπό αχαίνιο και άνθη κίτρινα. Ένα άλλο είδος, η κρεπίς η ατημελής της ίδιας οικογένειας, είναι μονοετής πόα. Ένα τρίτο είδος, της ίδιας πάντοτε οικογένειας, η κρεπίς η κρητική φυτρώνει σε χέρσα και άγονα εδάφη. Άγριο ραδίκι (κιχώριο το ίντυβο) το φυτό. Το άγριο ραδίκι είναι γνωστό και στην Ελλάδα, όπου φυτρώνουν πολλά είδη του. Άγριο ραδίκι (κιχώριο το ίντυβο): το χαρακτηριστικό άνθος του.
* * *
το, Ν
συν. στον πληθ. τα ραδίκια
βοτ. κοινή ονομασία τού γένους κιχώριο, με κυριότερα ελληνικά είδη το αντίδι και την πικραλίδα ή άγριο ραδίκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. radicchio (βλ. και λ. ῥάδαμνος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ραδίκι — το (λ. ιταλ.), τα φυτά κιχώριο και ταράξακος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κιχώριο — (Cichorium). Γένος φυτών της οικογένειας των συνθέτων. Τα φυτά αυτά συναντώνται με πολλές κοινές ονομασίες, λόγω του μεγάλου αριθμού ποικιλιών. Δεν είναι εντυπωσιακά· τα κεφάλια των ανθών τους, ωστόσο, έχουν ωραίο γαλάζιο χρώμα, αν και υπάρχουν… …   Dictionary of Greek

  • ταραξάκο — το, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια σύνθετα τής τάξης αστερώδη και περιλαμβάνει 50 60 είδη πολυετών ποωδών φυτών με κοσμοπολιτική κατανομή, από τα οποία γνωστότερο είναι το είδος Taraxacum officinale με τις… …   Dictionary of Greek

  • Giorgos Zampetas — ( el. Γιώργος Ζαμπέτας, sometimes romanized as George Zambetas) was a well known bouzouki musician. He was born in 25 January 1925 in Athens but his origins are from Kifnos. He died in 10 March 1992.Early yearsGiorgos Zampetas, Greek music… …   Wikipedia

  • θαλασσοράδικο — και θαλασσινό ραδίκι, το βοτ. κοινή ονομασία τού φυτού κιχόριο …   Dictionary of Greek

  • κιχόριο — ή κιχώριο το (Α κιχόριον) γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην τάξη αστερώδη, οικογένεια σύνθετα και περιλαμβάνει σημαντικά από οικονομική άποψη είδη, όπως είναι τα γνωστά με τις κοινές ονομασίες …   Dictionary of Greek

  • λαχανοκομία — Κλάδος της κηποκομίας με αντικείμενο την καλλιέργεια εδώδιμων ποωδών φυτών (λαχανικών). Παλαιότερα, η παραδοσιακή κηπευτική καλλιέργεια λαχανικών περιοριζόταν σε μικρά τεμάχια γης, τους λαχανόκηπους, εμφανίζοντας οικογενειακές συνθήκες… …   Dictionary of Greek

  • μαρουλιά — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 240 μ., 27 κάτ.) στην πρώην επαρχία Γυθείου του νομού Λακωνίας. Βρίσκεται ΒΔ του Γυθείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γυθείου. * * * η βοτ. κοινή ονομασία τού είδους Taraxacum officinale τού γένους Ταραξάκο, αλλ.… …   Dictionary of Greek

  • ράδαμνος — και ῥάδαμος και ῥόδαμνος, ὁ, Α απαλός μικρός βλαστός, μικρό κλαδί, κλωνάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. ῥᾰδ αμνος / ῥόδ αμνος (πρβλ. ὀρόδαμνος) με βραχύ φωνηεντισμό ᾰ/ο και επίθημα (α)μνος (πρβλ. σφένδαμνος, ῥάμνος, θάμνος) και ο τ. ῥᾱδιξ, ῖκος (πρβλ. λατ.… …   Dictionary of Greek

  • φραγκοράδικο — το, Ν βοτ. κοινή ονομασία φυτού. [ΕΤΥΜΟΛ. < φραγκο (βλ. λ. Φράγκος) + ραδίκι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”